- ἐξαρτᾶται
- ἐξαρτάωhang uponpres subj mp 3rd sgἐξαρτάωhang uponpres ind mp 3rd sgἐξαρτάωhang uponpres subj mp 3rd sgἐξαρτάωhang uponpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αγίας Τριάδας, μονή — Ονομασία 21 μοναστηριών. 1. Ανδρικό μοναστήρι στα Μετέωρα. 2. Ανδρικό μοναστήρι στον νομό Λασιθίου. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Πέτρας. Ιδρύθηκε στα τέλη του 15ου αι. Ιδρυτής του ήταν ο Μάρκος Παπαδόπουλος, Κρητικός τιμαριούχος που ίδρυσε και το… … Dictionary of Greek
Αγίου Νικολάου, μονή — Ονομασία 24 μοναστηριών. 1. Γυναικείο ησυχαστήριο στους Αγίους Θεοδώρους. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Κορινθίας, Ζεμενού, Ταρσού και Πολυφέγγους. Ιδρύθηκε το 1969. 2. Ανδρικό μοναστήρι στην Αμαλιάδα. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ηλείας. 3. Ανδρικό… … Dictionary of Greek
Κοίμησης της Θεοτόκου, μονή — Ονομασία 33 μοναστηριών. 1. Αγνούντος. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Αργολίδος. Βλ. λ. Αγνούντος, μονή. 2. Ανθηρού. Μοναστήρι, το οποίο δεν λειτουργεί, στον νομό Καρδίτσης. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδας και… … Dictionary of Greek
Αγίου Γεωργίου, μονή — Ονομασία δεκαέξι μοναστηριών. 1. Ανδρικό μοναστήρι στην Εύβοια, γνωστό κυρίως με την ονομασία Αρμά (βλ. λ). 2. Ανδρικό μοναστήρι στον νομό Ρεθύμνης, γνωστό κυρίως ως μονή Αρσενίου. 3. Γυναικείο μοναστήρι στον νομό Ηρακλείου, γνωστό κυρίως ως… … Dictionary of Greek
έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… … Dictionary of Greek
Αγίας Παρασκευής, μονή — Ονομασία οχτώ μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στην πρώην επαρχία Φυλλίδας του νομού Σερρών. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ζιχνών και Νευροκοπίου. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, η ίδρυσή του ανάγεται στο 1874. Καταστράφηκε και ανοικοδομήθηκε… … Dictionary of Greek
εξαρτώ — (AM ἐξαρτῶ, άω) 1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου («τοὺς μὲν θυρεούς... ἐκ τῶν ὤμων ἐξηρτηκότες», Πολ.) 2. ακολουθώ τη βούληση ή τις διαθέσεις άλλου 3. παθ. υπάγομαι στην εξουσία, στην επίδραση άλλων (α. «σοῡ γὰρ ἐξηρτήμεθα», Ευρ. β. «εξαρτάται από … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Αγίου Ιωάννη Θεολόγου, μονή — Ονομασία επτά μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στον Χολαργό του νομού Αττικής. Εξαρτάται από την αρχιεπισκοπή. Ιδρύθηκε το 1971. 2. Γυναικείο μοναστήρι στην Πετρούπολη του νομού Αττικής. Εξαρτάται από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων… … Dictionary of Greek